αμυλόκοκκος

αμυλόκοκκος
Δομικό συστατικό του αμύλου, με μικρό μέγεθος και ελλειψοειδές σχήμα. Παράγεται από τους αμυλοπλάστες και αποτελείται από μόρια υδατανθράκων, νερού και ορισμένων άκαυστων ουσιών. Βρίσκεται μέσα ή κοντά στους χλωροπλάστες, σε φυτά που τα βλέπει ο ήλιος. Σχηματίζεται από τη συνεχή προσθήκη νέων στοιβάδων, ομοκεντρικά διατεταγμένων γύρω από τον κεντρικό πυρήνα. Ο α. μπορεί να είναι απλός (με έναν πυρήνα), σύνθετος (πολλοί απλοί πυρήνες συγκροτημένοι σε έναν) και ημισύνθετος (σύνθετοι που περιβάλλονται από κοινή εξωτερική στοιβάδα).
* * *
ο Βοτ.
κόκκος από άμυλο, που συναντάται στα περισσότερα φυτικά κύτταρα που έχουν την ικανότητα να φωτοσυνθέτουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”